- σηκωμός
- ο1) поднимание, поднятие, подъём;
τό μπαούλο δεν έχει σηκωμό — этот баул невозможно поднять;
2) вставание, подъём;3) восстание; бунт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό μπαούλο δεν έχει σηκωμό — этот баул невозможно поднять;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σηκωμός — ο, Ν 1. σήκωμα, ανύψωση 2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου 3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός β) ξύπνημα, αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. μός (πρβλ. σκοτω μός, τελειω μός)] … Dictionary of Greek
σηκωμός — ο σήκωμα, εξέγερση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)